ατελειοποίητος

ατελειοποίητος
-η, -ο
αυτός που δεν έχει τελειοποιηθεί ακόμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + τελειοποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Ιάκωβο Πολυλά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”